- πλαισιώνω
- πλαισίωσα, πλαισιώθηκα, πλαισιωμένος1. περιβάλλω, περικλείνω κάτι με πλαίσιο.2. περιβάλλω σαν πλαίσιο, προστατεύω, βοηθώ, συμπαραστέκομαι: Πρέπει να πλαισιώσουμε το φίλο μας στην ωραία του αυτή προσπάθεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.